βλογώ

βλογώ
-ησα, -ήθηκα, βλογημένος
1. ευλογώ, δίνω ιερές ευχές: Ο πατριάρχης ευλόγησε όλο τον κόσμο στο κήρυγμα των Χριστουγέννων.
2. τελώ το μυστήριο του γάμου, παντρεύω: Το γάμο τους τον βλόγησε ο δεσπότης. – Τρελός παπάς τους βλόγησε (φρ.).
3. αμτβ., απρόσ., δε βλογάει δεν υπάρχει: Από την κακοκαιρία δε βλογάει ψάρι στην αγορά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βλογώ — βλ. ευλογώ …   Dictionary of Greek

  • ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η …   Dictionary of Greek

  • αβλόγητος — και ανεβλόγητος, η, ο 1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από ιερέα 2. η εκκλησία που μέχρι τώρα δεν εγκαινιάστηκε 3. η παράνομη συμβίωση ζευγαριού, χωρίς γάμο ευλογημένο από την Εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βλογώ < ευλογώ] …   Dictionary of Greek

  • βλογίδι — το [βλογώ] 1. εκκλησιαστική ευχή 2. η τελετή του γάμου 3. το πρόσφορο που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία …   Dictionary of Greek

  • βλόγα — η [βλογώ] η θρησκευτική τελετή του γάμου, η στέψη …   Dictionary of Greek

  • γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… …   Dictionary of Greek

  • παντροβλογούμαι — στεφανώνομαι, γίνεται ο γάμος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντρεύω + βλογώ / ευλογώ] …   Dictionary of Greek

  • βλογάω — (σπάν. βλογώ, παρατατ. συνήθως ούσα), βλόγησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”