βλογώ — βλ. ευλογώ … Dictionary of Greek
ευλογώ — και βλογώ (ΑΜ εὐλογῶ, έω, Μ και βλογῶ) [εύλογος] 1. επαινώ, εγκωμιάζω, υμνώ, δοξάζω, δοξολογώ («εὐλογοῡμεν τὸν θεὸν καὶ πατέρα», ΚΔ) 2. (για τον θεό ή για ανθρώπους) δίνω την ευλογία μου, την ευχή μου νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) ευλογημένος, η … Dictionary of Greek
αβλόγητος — και ανεβλόγητος, η, ο 1. αυτός που δεν ευλογήθηκε από ιερέα 2. η εκκλησία που μέχρι τώρα δεν εγκαινιάστηκε 3. η παράνομη συμβίωση ζευγαριού, χωρίς γάμο ευλογημένο από την Εκκλησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + βλογώ < ευλογώ] … Dictionary of Greek
βλογίδι — το [βλογώ] 1. εκκλησιαστική ευχή 2. η τελετή του γάμου 3. το πρόσφορο που χρησιμοποιείται στη Θεία Ευχαριστία … Dictionary of Greek
βλόγα — η [βλογώ] η θρησκευτική τελετή του γάμου, η στέψη … Dictionary of Greek
γαυριάζω — 1. (για ανθρώπους και ζώα) κατέχομαι από σφοδρή σαρκική ορμή, βαρβατεύω 2. γαυριώ*, καμαρώνω 3. εκδηλώνω όλη μου τη ζωτικότητα για να πετύχω κάτι 4. εξαγριώνομαι, μαίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. γαυριώ, με μεταπλασμό κατά τα εις ζω (πρβλ. ρουφίζω… … Dictionary of Greek
παντροβλογούμαι — στεφανώνομαι, γίνεται ο γάμος μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντρεύω + βλογώ / ευλογώ] … Dictionary of Greek
βλογάω — (σπάν. βλογώ, παρατατ. συνήθως ούσα), βλόγησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής